Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἂγ Κόσσῳ

См. также в других словарях:

  • Κόσσω — Κόσσος box on the ear masc nom/voc/acc dual Κόσσος box on the ear masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσσω — κόσσος box on the ear masc nom/voc/acc dual κόσσος box on the ear masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόσσῳ — Κόσσος box on the ear masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσσῳ — κόσσος box on the ear masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουτσός — ή, ό (Μ κουτσός και κοτσός, ή, όν) (για πρόσ.) αυτός που έχει ελάττωμα στα πόδια ή που έχει ακρωτηριαστεί ένα του πόδι, χωλός νεοελλ. 1. (για έπιπλα) αυτός που τού λείπουν ένα ή περισσότερα πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. το κουτσό είδος παιχνιδιού που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»